συνθηματολογώ

συνθηματολογώ
Ν
χρησιμοποιώ συνθήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθημα, -ατος + -λογώ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνθηματολογία — η, Ν [συνθηματολογώ] 1. η χρήση συνθημάτων («οι υποψήφιοι προσπαθούν με συνθηματολογία να προσελκύσουν ψηφοφόρους») 2. το σύνολο τών συνθημάτων 3. επανάληψη φραστικών συνθημάτων χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο («οι οπαδοί του κατέφυγαν στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”